κολάι

κολάι
το
(άκλ., λ. τουρκ.), ευκολία, άνεση, βολή.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κολάι — το 1. ευκολία, ευχέρεια 2. φρ. α) «κάθε δουλειά έχει το κολάι της» κάθε εργασία έχει ειδικό τρόπο εκτέλεσης β) «πήρε το κολάι» έμαθε την τέχνη να κάνει κάτι ή αντιμετωπίζει τα πράγματα με ευκολία γ) «κάνω κολάι» i) διευκολύνω ii) καταβάλλω την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”